καρδιουλκώ

καρδιουλκώ
καρδιουλκῶ, -έω (Α)
1. βγάζω την καρδιά τού θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω
2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα τού φυτού, την εντεριώνη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ-ουλκώ, ξιφ-ουλκώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρδιουλκία — καρδιουλκία, ἡ (Α) [καρδιουλκώ] η πράξη και το αποτέλεσμα τού καρδιουλκώ, η εξαίρεση τής καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδιουργώ — καρδιουργῶ, έω (Α) καρδιουλκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ιερ ουργώ, ραδι ουργώ] …   Dictionary of Greek

  • καρδιώνω — και γκαρδιώνω (AM καρδιώ, όω) [καρδιά] νεοελλ. μσν. εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω αρχ. 1. πληγώνω την καρδιά 2. μέσ. καρδιούμαι, όομαι εξάγω την καρδιά τού θύματος κατά τη θυσία, καρδιουλκώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”