- καρδιουλκώ
- καρδιουλκῶ, -έω (Α)1. βγάζω την καρδιά τού θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα τού φυτού, την εντεριώνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ-ουλκώ, ξιφ-ουλκώ].
Dictionary of Greek. 2013.